αζωτούχος

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source

Greek Monolingual

-ο
αυτός που περιέχει άζωτο. Π. χ. αζωτούχο λίπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άζωτο + -ούχος < έχω].