ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
ἀκοντοβόλος, -ον (AM)αυτός που ρίχνει το ακόντιομσν.(το αρσενικό πληθυντικού ως ουσιαστικό) οἱ ἀκοντοβόλοιοι ακοντιστές.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκων (Ι) -οντος + -βόλος < βάλλω].