ακοντοβόλος

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

ἀκοντοβόλος, -ον (AM)
αυτός που ρίχνει το ακόντιο
μσν.
(το αρσενικό πληθυντικού ως ουσιαστικό) οἱ ἀκοντοβόλοι
οι ακοντιστές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκων (Ι) -οντος + -βόλος < βάλλω].