αλαφρόκαρδος

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει ελαφριά την καρδιά, αμέριμνος, ξένοιαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλαφρο- + καρδιά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροκαρδιά].