αλληλοσκοτώνομαι

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek Monolingual

1. χτυπιέμαι θανάσιμα από κάποιον και ταυτόχρονα τον χτυπώ και εγώ, αλληλοφονεύομαι
2. (για ομάδες) έρχομαι σε ένοπλη ρήξη
3. (για άτομα) συμπλέκομαι με άλλον ή άλλους, τσακώνομαι, μαλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλληλο- + σκοτώνω (-ομαι).
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοσκοτωμός].