διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
ἀλλοτριόχωρος, -ον (Α)από ξένη χώρα, αλλοδαπός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλότριος + χώρα.