αλσόπολη

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

(-ις), η
πόλη που έχει πολλά άλση ή που βρίσκεται μέσα σε άλση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλσος + πόλη].