αναδίφης

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source

Greek Monolingual

και αναδιφητής, ο
1. αυτός που ασχολείται, που καταγίνεται με την αναδίφηση
2. αυτός που έκανε αναδίφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιφώ. Η λ. αναδίφης μαρτυρείται από το 1885 στον γιατρό Σπυρίδωνα Μαυρογένη, ενώ ο παράλληλος τ. αναδιφητής από το 1878 στον ιστορικό Σπυρίδωνα Λάμπρο].