αναπτήρας

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

ο τεχνολ.
μικρή φορητή συσκευή με την οποία ανάβει κανείς επανειλημμένα φωτιά και κυρίως τσιγάρα, πούρα ή πίπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα «Ακρόπολις» (αναπτήρες σιγάρων ηλεκτρικοί εν αμάξαις του σιδηροδρόμου Σιβηρίας)].