ανθόγαλα

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

και ανθόγαλο, το
1. ουσία λιπαρή και αφρώδης που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος προτού βράσει, αφρόγαλα, καϊμάκι
2. λιπαρή κρούστα, πέτσα στην επιφάνεια του γάλακτος μετά τον βρασμό.