αντίδωρο

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

το (AM ἀντίδωρον) μσν.-νεοελλ. τεμάχιο ευλογημένου άρτου που μοιράζουν οι ιερείς στους εκκλησιαζόμενους στο τέλος της θείας Λειτουργίας
αρχ.-μσν.
αυτό που δίνεται ως αντίδωρεά.