αντιδιηγούμαι

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

ἀντιδιηγοῦμαι (-έομαι) (Α)
1. διηγούμαι κάτι διαφορετικά από κάποιον άλλο
2. διηγούμαι κι εγώ με τη σειρά μου.