ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
ο (θηλ. -ντρια, -ντρα, -ντού) (Μ ἀνυφαντής)1. ο υφαντής, αυτός που υφαίνει ή που ξαναϋφαίνει2. η αράχνη η υφαντική.