ανυφαντής

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ντρια, -ντρα, -ντού) (Μ ἀνυφαντής)
1. ο υφαντής, αυτός που υφαίνει ή που ξαναϋφαίνει
2. η αράχνη η υφαντική.