απομάσσω
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
Greek Monolingual
ἀπομάσσω (AM) μάσσω
Ι. 1. σφουγγίζω, καθαρίζω με σφουγγάρι
2. (στη μέτρηση σιτηρών) ισιώνω με το απόμακτρον την επιφάνεια των δημητριακών που βρίσκονται σε μετρητή χωρητικότητας
3. παίρνω αποτύπωμα
II. (-ομαι)
1. αφαιρώ, αποβάλλω
2. σκουπίζω τα χέρια μου με την ψίχα ψωμιού
3. σχηματίζω εντύπωση, παίρνω για πρότυπο, ξεσηκώνω, μιμούμαι.