αποτμήξ

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

ἀποτμήξ (-ῆγος), ο, η (Α) αποτμήγω
αυτός που έχει αποκοπεί, απότομος.