απόκειμαι
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
Greek Monolingual
(AM ἀπόκειμαι, νεοελλ. συνήθως απρόσωπο: απόκειται) κείμαι
1. είμαι τοποθετημένος σε ασφαλές μέρος
2. «απόκειται σ' εμένα» — είναι χρέος μου, οφείλω να
3. «απόκειται σε κάποιον» — είναι στο χέρι του, εξαρτάται από την κρίση του
μσν.
είμαι ακάλυπτος, απροστάτευτος
αρχ.
είμαι παραμελημένος.