αρνησίπατρις

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

(-ιδος), ο, η
αυτός που απαρνείται την πατρίδα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρνησις (-η) + πατρίς. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Σπ. Ζαμπέλιο].