Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
ἀρτηριοτομῶ (-έω) (Α)1. κόβω μια αρτηρία2. παθ. μου κόβουν μια αρτηρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτηρία + -τομώ < τόμος < τέμνω.