αυθημερόν

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source

Greek Monolingual

(AM αὐθημερόν, Α και αὐθήμερα και αὐτημερόν, ιων. τ.) αυθήμερος
μέσα στην ίδια μέρα, μονομερίς.