αἰδεστός
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
αἰδεστή, αἰδεστόν, revered, venerable, Plu.2.67b.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
respetable c. gen. subjet. ἡ τοῦ φίλου νουθεσία ... αἰδεστὸν καὶ σεμνόν el consejo de un amigo es un asunto respetable y serio Plu.2.67b, op. φοβερός Plu.2.796a.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
vénérable.
Étymologie: αἰδέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
αἰδεστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. = ὃν σέβεταί τις, ἀξιοσέβαστος, Πλούτ. 2. 67Β.
Russian (Dvoretsky)
αἰδεστός: достойный уважения (ἡ τοῦ φίλου νουθεσία Plut.).
German (Pape)
verehrenswert, Plut. an seni 24.