βαρυφορτώνω

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

και βαριοφορτώνω
1. φορτώνω κάποιον βαριά, του βάζω πολύ φορτίο
2. (για πρόσ.) επιθαρύνω κάποιον, του επιβάλλω δυσανάλογες γι' αυτόν υποχρεώσεις
3. (για διακόσμηση) προσθέτω πολλά διακοσμητικά στοιχεία σε κάτι, ώστε να καταντάει ακαλαίσθητο
4. (για λόγο) προσθέτω πολλά ρητορικά σχήματα.