βαφτισιμιός

From LSJ

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498

Greek Monolingual

ο (θηλ. βαφτισιμιά, η)
ο αναδεκτός, εκείνος τον οποίο «ανεδέχθη εκ της κολυμβήθρας» ο ανάδοχος κατά το βάφτισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. βαπτισιμαίος < βαπτίσιμος + (κατάλ.) -αίος < βάπτισις (πρβλ. αναδεξιμιός, γεννησιμιός)].