βιαστέον

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐαστέον Medium diacritics: βιαστέον Low diacritics: βιαστέον Capitals: ΒΙΑΣΤΕΟΝ
Transliteration A: biastéon Transliteration B: biasteon Transliteration C: viasteon Beta Code: biaste/on

English (LSJ)

one must do violence to, τύχην E.Rh.584; ἀλόγως β. Phld.Oec.p.56J.

Spanish (DGE)

hay que violentar οὐ β. τύχην E.Rh.584, οὐ ... ἀλ[όγως] β. Phld.Oec.p.56.

Greek (Liddell-Scott)

βιαστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει νὰ ἐπενέγκῃ τις βίαν εἰς, τύχην Εὐρ. Ρήσ. 584.

Greek Monotonic

βιαστέον: ρημ. επίθ. του βιάζω, πρέπει να ασκήσει κανείς βία σε..., σε Ευρ.