βομβαύλιος

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βομβαύλιος Medium diacritics: βομβαύλιος Low diacritics: βομβαύλιος Capitals: ΒΟΜΒΑΥΛΙΟΣ
Transliteration A: bombaúlios Transliteration B: bombaulios Transliteration C: vomvaylios Beta Code: bombau/lios

English (LSJ)

ὁ, (βομβέω, αὐλός) comic compd. for ἀσκαύλης, bagpiper, with play on βομβυλιός, Ar.Ach.866.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ zumbaflautas comp. cóm. analóg. c. βομβυλιός Ar.Ach.866, Hsch.

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, Sackpfeifer (an αὐλητής u. βομβυλιός erinnernd), Ar. Ach. 831 Vesp. 107.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui fait résonner la flûte, joueur de flûte.
Étymologie: βόμβος, αὐλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βομβαύλιος -ου, ὁ βομβέω, αὐλός kom., doedelzakblazer. Aristoph. Ach. 866.

Russian (Dvoretsky)

βομβαύλιος: ὁ ирон. дударь, свистун Arph.

Greek (Liddell-Scott)

βομβαύλιος: ὁ, (βομβέω, αὐλὸς) κωμικὸν σύνθετον ἀντὶ τοῦ ἀσκαύλης, ὁ τὸν ἄσκαυλον παίζων, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξ. βομβυλιός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 866, Σφηξ. 107.

Greek Monolingual

βομβαύλιος, ο (Α)
αυτός που κάνει βόμβο με τον αυλό, που ο ήχος του αυλού του είναι σαν του μπούρμπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόμβος + -αύλιος < αυλός].

Greek Monotonic

βομβαύλιος: ὁ (βομβέω, αὐλός), αυτός που παίζει τον άσκαυλο (το σουραύλι), με λογοπαίγνιο για τη λέξη βομβυλιός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

βομβέω, αὐλός
a bagpiper, with a play on βομβυλιός, Ar.

Translations

bagpiper

Asturian: gaiteru; Basque: gaitajole; Bulgarian: гайдар; Catalan: gaiter; Czech: dudák; Danish: sækkepibespiller; Dutch: doedelzakspeler; Faroese: sekkjarpípuleikari; Finnish: säkkipillinsoittaja; French: cornemuseur; Galician: gaiteiro; German: Dudelsackspieler, Dudelsackspielerin, Dudelsackpfeifer, Dudelsackpfeiferin; Greek: γκαϊντιέρης, γκαϊδιέρης, γκαϊδάρης, γκαϊντατζής, τσαμπουνάρης, τσαμπουνιάρης, τσαμπουνιέρης, παίκτης ασκαύλου, παίκτης τσαμπούνας; Ancient Greek: ἀσκαύλης, βομβαύλιος; Latin: ascaules, utricularius; Macedonian: гајдар, гајдаџија; Norwegian Bokmål: sekkepipespiller; Polish: dudziarz, kobziarz, koziarz; Portuguese: gaiteiro; Russian: волынщик, волынщица; Scottish Gaelic: pìobair; Serbo-Croatian Cyrillic: гајдаш; Roman: gajdaš; Slovak: gajdoš; Spanish: gaitero; Ukrainian: ґайдар, дудар