βούνευρο

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

βούνευρο, το (Μ βούνευρον)
1. μαστίγιο από δέρμα βοδιού
2. το γεννητικό μόριο του ταύρου, που χρησιμοποιείται ως μαστίγιο.