βρε

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

και μπρε και ωρε και μωρέ και ρε
1. (επιφώνημα) δηλώνει έκπληξη, θαυμασμό, απορία κ.λπ. για πράγματα ή γεγονότα ανέλπιστα («βρε!», «βρε, βρε», «βρε, κακό πού 'παθα»)
2. (κλητικό) δηλώνει: α) περιφρόνηση («βρε παλιοτόμαρο»)
β) οικειότητα («βρε μάτια μου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. βρε < μωρέ, κλητ. του επιθ. μωρός
μπρέ < μρε < μωρέ
ωρέ < μωρέ
μωρέ, κλητ. του επιθ. μωρός
ρε < ωρέ < μωρέ. Η επιφωνηματική λειτουργία του μωρέ ξεκίνησε από την κλητική του επιθέτου μωρός «μωρέ άνθρωπε» κ.τ.ό.), η οποία βαθμηδόν εξελίχθηκε —ήδη στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους— σε επιφωνηματικό μόρφημα (πρβλ. ανάλογη εξέλιξη της κλητικής καλέ < καλός). Τέλος οι τ. μωρέ, βρε, μπρε και ο τ. καλέ χρησιμοποιούνται στη νέα Ελληνική επιφωνηματικώς και για τα τρία γένη και για τους δύο αριθμούς (πρβλ. βρε γυναίκα, καλέ παιδιά, μπρε Νικόλα, μωρέ α(ν)θρώποι)].