βυρσοπώλης
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
βυρσοπώλου, ὁ, leather-seller, Ar.Eq.136.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ vendedor de pieles Ar.Eq.136, Pax 270.
German (Pape)
[Seite 468] ὁ, der Lederhändler, Ar. Equ. 136 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de cuir.
Étymologie: βύρσα, πωλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βυρσοπώλης -ου, ὁ βύρσα, πωλέω verkoper van leer.
Russian (Dvoretsky)
βυρσοπώλης: ου ὁ торговец кожами Arph.
Greek (Liddell-Scott)
βυρσοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν δέρματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 136.
Greek Monolingual
βυρσοπώλης, ο (Α)
δερματοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + -πώλης < πωλώ].
Greek Monotonic
βυρσοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), έμπορος, πωλητής δερμάτων, σε Αριστοφ.