γκάγκαρο
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
το
βαρύ ξύλο κρεμασμένο με σχοινί πίσω από την αυλόθυρα, ώστε να την κλείνει αυτόματα με το βάρος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ganghero].