Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
δαιμονόχρους, -ουν (Μ)όποιος έχει το χρώμα του δαίμονα, ο μαύρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -χρους < χρου < -χροος < χρως «χρώμα»].