δαιμονόχρους

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

δαιμονόχρους, -ουν (Μ)
όποιος έχει το χρώμα του δαίμονα, ο μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -χρους < χρου < -χροος < χρως «χρώμα»].