μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
v. διαιτάω.
δεδιῄτηκα: pf. к διαιτάω I, II.
δεδιῄτηκα indic. perf. act. van διαιτάω.