δειγματοληψία

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

η δειγματολήπτης
1. η λήψη δειγμάτων ενός εμπορεύματος για δοκιμή ή καθορισμό της ποιότητάς ή της τιμής του
2. η επιλογή χαρακτηριστικών δειγμάτων ή παραδειγμάτων που καθιστά δυνατή την κρίση για το σύνολο
3. ναυτ. η λήψη δείγματος θαλάσσιου βυθού με τον δειγματολήπτη.