δερματόκολλα

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
pegamento, cola hecha con pieles de animales, Anon.Alch.380.10.

Greek Monolingual

η
χημ. κόλλα από ζωικές ύλες που χρησιμοποιείται στη συγκόλληση ξύλινων αντικειμένων.