διαίρεση
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM διαίρεσις, -εως) διαιρώ
1. χωρισμός σε μέρη, κατάτμηση
2. κατανομή, μοίρασμα
3. διχογνωμία, διχοστασία, εχθρότητα
4. (βιολ.-κυτταρολ.) ο θεμελιώδης μηχανισμός της αύξησης και του πολλαπλασιασμού τών ζώντων οργανισμών
5. γραμμ. η ανάλυση σε δύο φθόγγους φωνήεντος ή διφθόγγου ή διπλών συμφώνων («διαίρεσις παρ' Ομήρω» — η διέκταση)
6. (λογ.) η ανάλυση του γένους στα είδη του
7. μαθ. η αριθμητική πράξη με την οποία μια ποσότητα κατατέμνεται σε ίσον αριθμό μερών.