Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
v. διΐπτημι.
διαπτάσθαι: ή -πτέσθαι, απαρ. αορ. βʹ του διαπέτομαι.