διαπτάσθαι

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

French (Bailly abrégé)

v. διΐπτημι.

Greek Monotonic

διαπτάσθαι: ή -πτέσθαι, απαρ. αορ. βʹ του διαπέτομαι.