διοκωχή

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοκωχή Medium diacritics: διοκωχή Low diacritics: διοκωχή Capitals: ΔΙΟΚΩΧΗ
Transliteration A: diokōchḗ Transliteration B: diokōchē Transliteration C: diokochi Beta Code: diokwxh/

English (LSJ)

ἡ, = διοχή, cessation, Th.3.87; esp. armistice, D.C.39.47, etc.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
cese ἐγένετο δέ τις ὄμως διοκωχή en la peste, Th.3.87
en las armas tregua διοκωχὴν ᾐτήσαντο D.C.39.47.2, ἀσπόνδῳ διοκωχῇ D.C.41.25.2, 47.27.2, cf. Hsch.

French (Bailly abrégé)

att. c. διακωχή.

German (Pape)

ἡ, v.l. für διακωχή.

Russian (Dvoretsky)

διοκωχή: ἡ Thuc. = διακωχή.

Greek (Liddell-Scott)

διοκωχή: ἡ, =διοχή, παῦσις, Θουκ. 3. 87· ἴδε ἀνοκωχή, Δίων Κ. 39. 47, κτλ. -Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. ἀνοκωχή.

Greek Monolingual

διοκωχή, η (Α) οκωχή
προσωρινή διακοπή εχθροπραξιών, ανακωχή.

Greek Monotonic

διοκωχή: ἡ (διέχω), παύση, σε Θουκ.

Middle Liddell

διοκωχή, ἡ, n διέχω
a cessation, Thuc.