δι-

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

δι-: ᾰλείφω, μέλλ. -ψω, χρίω, ἀλείφω, Ἱππ. 614. 52. ΙΙ. ἐξαλείφω, σπογγίζω, Πλούτ. Ἀράτ. 13, Ἀθην. 407C.

Greek Monolingual

(ΑΝ)
α' συνθετικό που αποτελεί με ονόματα μεν ουσιαστικά τα οποία δηλώνουν τον διπλασιασμό του β' συνθετικού, όπως δικέφαλος, δίκωπος, διώροφος, δισύλλαβος κ.λπ. (αλλά και επίθετα, όπως δισύλλαβη λέξη, δίκωπος λέμβος), με ρηματικά δε επίθετα, τών οποίων η έννοια του β' συνθετικού αποδίδεται διπλή στα ουσιαστικά στα οποία αναφέρεται, όπως (φύω) διφυής, (βάπτω) δίβαφος, (γένω) διγενής κ.λπ.