δομώ

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

(I)
δομῶ (-έω) (AM)
χτίζω, οικοδομώ.
(II)
δομῶ (-όω) (Α)
προσφέρω στέγη, φιλοξενία σε κάποιον.