δράνα
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek Monolingual
και ντράνα, η
1. αυλακωτή φυτεμένη περιοχή
2. αναδενδράδα, αναρριχώμενο φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μτγ. δράνος, το «κατασκεύασμα» ή < αναδενδράνα, κατ' απόσπασιν, < αναδενδράδα < αρχ. αναδενδράς (-άδος)].