δυσέμετος

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

German (Pape)

[Seite 679] = δυσεμής (schwer zum Erbrechen zu bringen), Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέμετος: -ον, = τῷ ἑπομ., οἱ Ἀσκληπιάδαι τοῖς δυσεμέτοις ὕδατος χλιαροῦ διδόασιν ἀπορροφεῖν Συνέσ. 257Α.

Spanish (DGE)

-ον
que vomita con dificultad Synes.Ep.120, cf. δυσήμετος.

Greek Monolingual

δυσέμετος, -ον (Α)
ο δυσεμής.