ειρηνόφιλος

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134

Greek Monolingual

-ο
αυτός που αγαπά την ειρήνη και ενεργεί για την αποκατάσταση ή τη διαφύλαξή της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Νικόλ. Ι. Σαρίπολο].