ελαΐνεος

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

ἐλαΐνεος, -α, -ον (Α)
ἐλάινος
ο κατασκευασμένος από ξύλο ελιάς.