ενθρονίζω

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

και ενθρονιάζω (AM ἐνθρονίζω) ένθρονος
1. (για ηγεμόνες ή επισκόπους) εγκαθιστώ κάποιον ηγεμόνα, ανεβάζω στον θρόνο
2. μέσ. ενθρονίζομαι
θρονιάζομαι, εγκαθίσταμαι και παραμένω κάπου απρόσκλητος παριστάνοντας τον αρχηγό
μσν.
1. καθαγιάζω, εγκαινιάζω αγία τράπεζα
2. (για ταφή νεκρού) τοποθετώ, θάβω.