εντοπίζω

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

ἐντοπίζω)
1. περιορίζω κάτι σ' έναν τόπο, σ' ένα σημείο, περιστέλλω
2. ανακαλύπτω, καθορίζω πού βρίσκεται κάποιος ή κάτιεντοπίζω τον δράστη»).