ενόργανος
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που διαθέτει όργανα ή οργανισμό για τη συντήρησή του, που ανήκει στο φυτικό ή το ζωικό βασίλειο (σε αντίθεση με τον ανόργανο)
2. φρ. α) «ενόργανη μουσική» — που εκτελείται με μουσικά όργανα χωρίς ανθρώπινες φωνές
β) «ενόργανη γυμναστική» — που εκτελείται με τη χρησιμοποίηση γυμναστικών οργάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + όργανο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].