εξανθρωπισμός

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

ο
ο εκπολιτισμός, η εξημέρωση, ο εξευγενισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξανθρωπίζω. Η λ. μαρτυρειται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].