εξημέρωμα

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

(I)
και ξημέρωμα, το
ο ερχομός της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ημέρα].
(II)
το εξημερώνω
η εξημέρωση.