επίγραφος

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

ἐπίγραφος, -ον (Μ)
1. αυτός που φέρει επιγραφή ή υπογραφή
2. τιτλοφορημένος.