ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
ἐπανακρούω και ποιητ. τ. έπαγκρούω (Α) κρούω1. ανακρούω, σπρώχνω με τα κουπιά ένα πλοίο προς τα πίσω2. μέσ. γυρίζω κάτι πίσω, το επιστρέφω3. αλλάζω γνώμη.