επανεκδίδω

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek Monolingual

1. εκδίδω εκ νέου ένα έντυπο, δημοσιεύω σε νέα έκδοση
2. επαναλαμβάνω την έκδοση εντύπου, εφημερίδας κ.λπ., η οποία είχε διακοπεί.