επιδίωξη

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπιδίωξις) επιδιώκω
νεοελλ.
επίμονη προσπάθεια για την επίτευξη κάποιου αποτελέσματος
αρχ.-μσν.
επίμονη καταδίωξη.