επικαρπούμαι
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
-όομαι και ἐπικαρπώνομαι
1. (νομ.) έχω ή παίρνω την επικαρπία ενός πράγματος
2. γεν. καρπώνομαι, εκμεταλλεύομαι, νέμομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρπούμαι «φέρω καρπό, απολαμβάνω»].